Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερασμενίζω
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
ὑπερασχημονέω
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικίζω
ὑπεραττικός
ὑπεραυαίνω
ὑπεραυγάζω
ὑπεραυγής
ὑπεραυθεντέω
ὑπεράϋλος
ὑπεραυξάνω
ὑπεραύξημα
ὑπεραύξησις
View word page
ὑπεράτοπος
beyond measure, absurd

ShortDef

beyond measure, absurd

Debugging

Headword:
ὑπεράτοπος
Headword (normalized):
ὑπεράτοπος
Headword (normalized/stripped):
υπερατοπος
IDX:
90755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90756
Key:

Data

{'content': 'beyond measure, absurd'}