Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρασθμος
ὑπερασμενίζω
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
ὑπερασχημονέω
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικίζω
ὑπεραττικός
ὑπεραυαίνω
ὑπεραυγάζω
ὑπεραυγής
ὑπεραυθεντέω
ὑπεράϋλος
ὑπεραυξάνω
ὑπεραύξημα
View word page
ὑπερασχημονέω
behave with great unseemliness

ShortDef

behave with great unseemliness

Debugging

Headword:
ὑπερασχημονέω
Headword (normalized):
ὑπερασχημονέω
Headword (normalized/stripped):
υπερασχημονεω
IDX:
90754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90755
Key:

Data

{'content': 'behave with great unseemliness'}