Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερασθμαίνω
ὑπέρασθμος
ὑπερασμενίζω
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
ὑπερασχημονέω
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικίζω
ὑπεραττικός
ὑπεραυαίνω
ὑπεραυγάζω
ὑπεραυγής
ὑπεραυθεντέω
ὑπεράϋλος
ὑπεραυξάνω
View word page
ὑπερασχάλλω
to be exceedingly grieved
ShortDef
to be exceedingly grieved
Debugging
Headword:
ὑπερασχάλλω
Headword (normalized):
ὑπερασχάλλω
Headword (normalized/stripped):
υπερασχαλλω
IDX:
90753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90754
Key:
Data
{'content': 'to be exceedingly grieved'}