Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραρχαῖος
ὑπεράρχιος
ὑπερασθενής
ὑπερασθμαίνω
ὑπέρασθμος
ὑπερασμενίζω
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
ὑπερασχημονέω
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικίζω
ὑπεραττικός
ὑπεραυαίνω
ὑπεραυγάζω
ὑπεραυγής
View word page
ὑπεράστειος
exceedingly polished

ShortDef

exceedingly polished

Debugging

Headword:
ὑπεράστειος
Headword (normalized):
ὑπεράστειος
Headword (normalized/stripped):
υπεραστειος
IDX:
90750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90751
Key:

Data

{'content': 'exceedingly polished'}