Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραρτάω
ὑπεραρχαῖος
ὑπεράρχιος
ὑπερασθενής
ὑπερασθμαίνω
ὑπέρασθμος
ὑπερασμενίζω
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
ὑπερασχημονέω
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικίζω
ὑπεραττικός
ὑπεραυαίνω
ὑπεραυγάζω
View word page
ὑπερασπιστής
one who holds a shield over, protector, champion

ShortDef

one who holds a shield over, protector, champion

Debugging

Headword:
ὑπερασπιστής
Headword (normalized):
ὑπερασπιστής
Headword (normalized/stripped):
υπερασπιστης
IDX:
90749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90750
Key:

Data

{'content': 'one who holds a shield over, protector, champion'}