Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραρπάζομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέραρσις
ὑπεραρτάω
ὑπεραρχαῖος
ὑπεράρχιος
ὑπερασθενής
ὑπερασθμαίνω
ὑπέρασθμος
ὑπερασμενίζω
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
ὑπερασχημονέω
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικίζω
View word page
ὑπερασπάζομαι
to be exceeding fond of

ShortDef

to be exceeding fond of

Debugging

Headword:
ὑπερασπάζομαι
Headword (normalized):
ὑπερασπάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερασπαζομαι
IDX:
90746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90747
Key:

Data

{'content': 'to be exceeding fond of'}