Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεράριθμος
ὑπεραρπάζομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέραρσις
ὑπεραρτάω
ὑπεραρχαῖος
ὑπεράρχιος
ὑπερασθενής
ὑπερασθμαίνω
ὑπέρασθμος
ὑπερασμενίζω
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
ὑπερασχημονέω
ὑπεράτοπος
View word page
ὑπερασμενίζω
take exceedingly great pleasure

ShortDef

take exceedingly great pleasure

Debugging

Headword:
ὑπερασμενίζω
Headword (normalized):
ὑπερασμενίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερασμενιζω
IDX:
90745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90746
Key:

Data

{'content': 'take exceedingly great pleasure'}