Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραρέσκω
ὑπεράριθμος
ὑπεραρπάζομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέραρσις
ὑπεραρτάω
ὑπεραρχαῖος
ὑπεράρχιος
ὑπερασθενής
ὑπερασθμαίνω
ὑπέρασθμος
ὑπερασμενίζω
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
ὑπερασχημονέω
View word page
ὑπέρασθμος
panting exceedingly

ShortDef

panting exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπέρασθμος
Headword (normalized):
ὑπέρασθμος
Headword (normalized/stripped):
υπερασθμος
IDX:
90744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90745
Key:

Data

{'content': 'panting exceedingly'}