Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραραιόομαι
ὑπεραρέσκω
ὑπεράριθμος
ὑπεραρπάζομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέραρσις
ὑπεραρτάω
ὑπεραρχαῖος
ὑπεράρχιος
ὑπερασθενής
ὑπερασθμαίνω
ὑπέρασθμος
ὑπερασμενίζω
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
View word page
ὑπερασθμαίνω
gasp exceedingly

ShortDef

gasp exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερασθμαίνω
Headword (normalized):
ὑπερασθμαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερασθμαινω
IDX:
90743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90744
Key:

Data

{'content': 'gasp exceedingly'}