Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραποχράω
ὑπεραραιόομαι
ὑπεραρέσκω
ὑπεράριθμος
ὑπεραρπάζομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέραρσις
ὑπεραρτάω
ὑπεραρχαῖος
ὑπεράρχιος
ὑπερασθενής
ὑπερασθμαίνω
ὑπέρασθμος
ὑπερασμενίζω
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
View word page
ὑπερασθενής
exceeding weak

ShortDef

exceeding weak

Debugging

Headword:
ὑπερασθενής
Headword (normalized):
ὑπερασθενής
Headword (normalized/stripped):
υπερασθενης
IDX:
90742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90743
Key:

Data

{'content': 'exceeding weak'}