Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραπλόομαι
ὑπεραποδίδωμι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπόλλυμι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραπόφασις
ὑπεραποφατικός
ὑπεραποχράω
ὑπεραραιόομαι
ὑπεραρέσκω
ὑπεράριθμος
ὑπεραρπάζομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέραρσις
ὑπεραρτάω
ὑπεραρχαῖος
ὑπεράρχιος
ὑπερασθενής
ὑπερασθμαίνω
View word page
ὑπεραραιόομαι
become excessively rarefied
ShortDef
become excessively rarefied
Debugging
Headword:
ὑπεραραιόομαι
Headword (normalized):
ὑπεραραιόομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραραιοομαι
IDX:
90733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90734
Key:
Data
{'content': 'become excessively rarefied'}