Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραπαιτέω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραπλόομαι
ὑπεραποδίδωμι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπόλλυμι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραπόφασις
ὑπεραποφατικός
ὑπεραποχράω
ὑπεραραιόομαι
ὑπεραρέσκω
ὑπεράριθμος
ὑπεραρπάζομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέραρσις
ὑπεραρτάω
ὑπεραρχαῖος
ὑπεράρχιος
ὑπερασθενής
View word page
ὑπεραποχράω
to be more than enough

ShortDef

to be more than enough

Debugging

Headword:
ὑπεραποχράω
Headword (normalized):
ὑπεραποχράω
Headword (normalized/stripped):
υπεραποχραω
IDX:
90732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90733
Key:

Data

{'content': 'to be more than enough'}