Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεράνωθεν
ὑπεραπαιτέω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραπλόομαι
ὑπεραποδίδωμι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπόλλυμι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραπόφασις
ὑπεραποφατικός
ὑπεραποχράω
ὑπεραραιόομαι
ὑπεραρέσκω
ὑπεράριθμος
ὑπεραρπάζομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέραρσις
ὑπεραρτάω
View word page
ὑπεραπολογέομαι
to speak in behalf of, defend
ShortDef
to speak in behalf of, defend
Debugging
Headword:
ὑπεραπολογέομαι
Headword (normalized):
ὑπεραπολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραπολογεομαι
IDX:
90729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90730
Key:
Data
{'content': 'to speak in behalf of, defend'}