Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερανήλωμα
ὑπερανθέω
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίεμαι
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεράνωθεν
ὑπεραπαιτέω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραπλόομαι
ὑπεραποδίδωμι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπόλλυμι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραπόφασις
ὑπεραποφατικός
ὑπεραποχράω
ὑπεραραιόομαι
View word page
ὑπεραπατάομαι
to be deceived excessively
ShortDef
to be deceived excessively
Debugging
Headword:
ὑπεραπατάομαι
Headword (normalized):
ὑπεραπατάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραπαταομαι
IDX:
90723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90724
Key:
Data
{'content': 'to be deceived excessively'}