Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπειος
ὑπεράλπιος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραναβαίνω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανάκειμαι
ὑπεραναλίσκω
ὑπερανατείνομαι
ὑπερανατίθεμαι
ὑπερανέχω
ὑπερανήλωμα
ὑπερανθέω
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίεμαι
ὑπερανίσταμαι
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
View word page
ὑπεραναλίσκω
overspend, exceed estimate
ShortDef
overspend, exceed estimate
Debugging
Headword:
ὑπεραναλίσκω
Headword (normalized):
ὑπεραναλίσκω
Headword (normalized/stripped):
υπεραναλισκω
IDX:
90709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90710
Key:
Data
{'content': 'overspend, exceed estimate'}