Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπειος
ὑπεράλπιος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραναβαίνω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανάκειμαι
ὑπεραναλίσκω
ὑπερανατείνομαι
ὑπερανατίθεμαι
ὑπερανέχω
ὑπερανήλωμα
ὑπερανθέω
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίεμαι
ὑπερανίσταμαι
View word page
ὑπεραναίσχυντος
exceeding impudent

ShortDef

exceeding impudent

Debugging

Headword:
ὑπεραναίσχυντος
Headword (normalized):
ὑπεραναίσχυντος
Headword (normalized/stripped):
υπεραναισχυντος
IDX:
90707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90708
Key:

Data

{'content': 'exceeding impudent'}