Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπειος
ὑπεράλπιος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραναβαίνω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανάκειμαι
ὑπεραναλίσκω
ὑπερανατείνομαι
ὑπερανατίθεμαι
ὑπερανέχω
ὑπερανήλωμα
ὑπερανθέω
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίεμαι
View word page
ὑπεραναιδεύομαι
to be surpassed in impudence

ShortDef

to be surpassed in impudence

Debugging

Headword:
ὑπεραναιδεύομαι
Headword (normalized):
ὑπεραναιδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραναιδευομαι
IDX:
90706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90707
Key:

Data

{'content': 'to be surpassed in impudence'}