Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπειος
ὑπεράλπιος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραναβαίνω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανάκειμαι
ὑπεραναλίσκω
ὑπερανατείνομαι
ὑπερανατίθεμαι
ὑπερανέχω
ὑπερανήλωμα
ὑπερανθέω
View word page
ὑπεραμφισβητέω
dispute about

ShortDef

dispute about

Debugging

Headword:
ὑπεραμφισβητέω
Headword (normalized):
ὑπεραμφισβητέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραμφισβητεω
IDX:
90704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90705
Key:

Data

{'content': 'dispute about'}