Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεράλγεινος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπειος
ὑπεράλπιος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραναβαίνω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανάκειμαι
ὑπεραναλίσκω
ὑπερανατείνομαι
View word page
ὑπέραλμα
hurdle
ShortDef
hurdle
Debugging
Headword:
ὑπέραλμα
Headword (normalized):
ὑπέραλμα
Headword (normalized/stripped):
υπεραλμα
IDX:
90700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90701
Key:
Data
{'content': 'hurdle'}