Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερακρατής
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεράλγεινος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπειος
ὑπεράλπιος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραναβαίνω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανάκειμαι
View word page
ὑπεράλλομαι
to leap over

ShortDef

to leap over

Debugging

Headword:
ὑπεράλλομαι
Headword (normalized):
ὑπεράλλομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραλλομαι
IDX:
90698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90699
Key:

Data

{'content': 'to leap over'}