Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερακούω
ὑπερακρατής
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεράλγεινος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπειος
ὑπεράλπιος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραναβαίνω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
View word page
ὑπεραλκής
exceeding strong
ShortDef
exceeding strong
Debugging
Headword:
ὑπεραλκής
Headword (normalized):
ὑπεραλκής
Headword (normalized/stripped):
υπεραλκης
IDX:
90697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90698
Key:
Data
{'content': 'exceeding strong'}