Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακούω
ὑπερακρατής
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεράλγεινος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπειος
ὑπεράλπιος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραναβαίνω
View word page
ὑπεραλγής
exceeding grievous

ShortDef

exceeding grievous

Debugging

Headword:
ὑπεραλγής
Headword (normalized):
ὑπεραλγής
Headword (normalized/stripped):
υπεραλγης
IDX:
90695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90696
Key:

Data

{'content': 'exceeding grievous'}