Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερακμάζω
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακούω
ὑπερακρατής
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεράλγεινος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπειος
ὑπεράλπιος
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
View word page
ὑπεραλγέω
to feel pain for
ShortDef
to feel pain for
Debugging
Headword:
ὑπεραλγέω
Headword (normalized):
ὑπεραλγέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραλγεω
IDX:
90694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90695
Key:
Data
{'content': 'to feel pain for'}