Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραιωρέω
ὑπερακμάζω
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακούω
ὑπερακρατής
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεράλγεινος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπειος
ὑπεράλπιος
ὑπεραμπέχω
View word page
ὑπεράλγεινος
in excessive anguish

ShortDef

in excessive anguish

Debugging

Headword:
ὑπεράλγεινος
Headword (normalized):
ὑπεράλγεινος
Headword (normalized/stripped):
υπεραλγεινος
IDX:
90693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90694
Key:

Data

{'content': 'in excessive anguish'}