Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραίτιος
ὑπεραιώνιος
ὑπεραιωρέομαι
ὑπεραιωρέω
ὑπερακμάζω
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακούω
ὑπερακρατής
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεράλγεινος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
View word page
ὑπερακρίζω
to mount and climb over

ShortDef

to mount and climb over

Debugging

Headword:
ὑπερακρίζω
Headword (normalized):
ὑπερακρίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερακριζω
IDX:
90690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90691
Key:

Data

{'content': 'to mount and climb over'}