Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραίσιος
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραίτιος
ὑπεραιώνιος
ὑπεραιωρέομαι
ὑπεραιωρέω
ὑπερακμάζω
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακούω
ὑπερακρατής
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεράλγεινος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
View word page
ὑπερακούω
hear exceedingly well

ShortDef

hear exceedingly well

Debugging

Headword:
ὑπερακούω
Headword (normalized):
ὑπερακούω
Headword (normalized/stripped):
υπερακουω
IDX:
90687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90688
Key:

Data

{'content': 'hear exceedingly well'}