Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραίρω
ὑπεραίσιος
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραίτιος
ὑπεραιώνιος
ὑπεραιωρέομαι
ὑπεραιωρέω
ὑπερακμάζω
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακούω
ὑπερακρατής
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεράλγεινος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
View word page
ὑπερακοντίζω
to overshoot

ShortDef

to overshoot

Debugging

Headword:
ὑπερακοντίζω
Headword (normalized):
ὑπερακοντίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερακοντιζω
IDX:
90686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90687
Key:

Data

{'content': 'to overshoot'}