Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραίμωσις
ὑπεραινετός
ὑπεραιόλιος
ὑπεραίρω
ὑπεραίσιος
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραίτιος
ὑπεραιώνιος
ὑπεραιωρέομαι
ὑπεραιωρέω
ὑπερακμάζω
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακούω
ὑπερακρατής
ὑπερακριβής
ὑπερακρίζω
ὑπεράκριος
ὑπέρακρος
ὑπεράλγεινος
View word page
ὑπεραιωρέω
suspend

ShortDef

suspend

Debugging

Headword:
ὑπεραιωρέω
Headword (normalized):
ὑπεραιωρέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραιωρεω
IDX:
90683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90684
Key:

Data

{'content': 'suspend'}