Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραγωνίζομαι
ὑπεραείρω
ὑπεραής
ὑπέραθλος
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίμωσις
ὑπεραινετός
ὑπεραιόλιος
ὑπεραίρω
ὑπεραίσιος
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραίτιος
ὑπεραιώνιος
ὑπεραιωρέομαι
ὑπεραιωρέω
ὑπερακμάζω
ὑπέρακμος
ὑπερακοντίζω
ὑπερακούω
View word page
ὑπεραίσιος
excessive, immoderate

ShortDef

excessive, immoderate

Debugging

Headword:
ὑπεραίσιος
Headword (normalized):
ὑπεραίσιος
Headword (normalized/stripped):
υπεραισιος
IDX:
90677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90678
Key:

Data

{'content': 'excessive, immoderate'}