Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέραγνος
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραγωνίζομαι
ὑπεραείρω
ὑπεραής
ὑπέραθλος
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίμωσις
ὑπεραινετός
ὑπεραιόλιος
ὑπεραίρω
ὑπεραίσιος
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
ὑπεραίτιος
ὑπεραιώνιος
ὑπεραιωρέομαι
View word page
ὑπεραιμέω
have over-much blood

ShortDef

have over-much blood

Debugging

Headword:
ὑπεραιμέω
Headword (normalized):
ὑπεραιμέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραιμεω
IDX:
90672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90673
Key:

Data

{'content': 'have over-much blood'}