Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγνοια
ὑπέραγνος
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραγωνίζομαι
ὑπεραείρω
ὑπεραής
ὑπέραθλος
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίμωσις
ὑπεραινετός
ὑπεραιόλιος
ὑπεραίρω
ὑπεραίσιος
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
View word page
ὑπεραής
blowing hard
ShortDef
blowing hard
Debugging
Headword:
ὑπεραής
Headword (normalized):
ὑπεραής
Headword (normalized/stripped):
υπεραης
IDX:
90669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90670
Key:
Data
{'content': 'blowing hard'}