Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγνοια
ὑπέραγνος
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραγωνίζομαι
ὑπεραείρω
ὑπεραής
ὑπέραθλος
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίμωσις
ὑπεραινετός
ὑπεραιόλιος
ὑπεραίρω
View word page
ὑπεραγωνιάω
to be in great distress

ShortDef

to be in great distress

Debugging

Headword:
ὑπεραγωνιάω
Headword (normalized):
ὑπεραγωνιάω
Headword (normalized/stripped):
υπεραγωνιαω
IDX:
90666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90667
Key:

Data

{'content': 'to be in great distress'}