Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρα
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγνοια
ὑπέραγνος
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραγωνίζομαι
ὑπεραείρω
ὑπεραής
ὑπέραθλος
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίμωσις
ὑπεραινετός
ὑπεραιόλιος
View word page
ὑπεράγω
lift up over

ShortDef

lift up over

Debugging

Headword:
ὑπεράγω
Headword (normalized):
ὑπεράγω
Headword (normalized/stripped):
υπεραγω
IDX:
90665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90666
Key:

Data

{'content': 'lift up over'}