Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεπιστάτης
ὑπέρ
ὑπέρα
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγνοια
ὑπέραγνος
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραγωνίζομαι
ὑπεραείρω
ὑπεραής
ὑπέραθλος
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίμωσις
View word page
ὑπεραγόντως
exceedingly
ShortDef
exceedingly
Debugging
Headword:
ὑπεραγόντως
Headword (normalized):
ὑπεραγόντως
Headword (normalized/stripped):
υπεραγοντως
IDX:
90663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90664
Key:
Data
{'content': 'exceedingly'}