Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξούσιος
ὑπεξουσιότης
ὑπεπιστατέω
ὑπεπιστάτης
ὑπέρ
ὑπέρα
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγνοια
ὑπέραγνος
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραγωνίζομαι
ὑπεραείρω
ὑπεραής
ὑπέραθλος
View word page
ὑπεραγαπάω
to love exceedingly, make much of

ShortDef

to love exceedingly, make much of

Debugging

Headword:
ὑπεραγαπάω
Headword (normalized):
ὑπεραγαπάω
Headword (normalized/stripped):
υπεραγαπαω
IDX:
90660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90661
Key:

Data

{'content': 'to love exceedingly, make much of'}