Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
ὑπεξούσιος
ὑπεξουσιότης
ὑπεπιστατέω
ὑπεπιστάτης
ὑπέρ
ὑπέρα
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγνοια
ὑπέραγνος
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραγωνίζομαι
ὑπεραείρω
View word page
ὑπεράγαμαι
to be exceedingly pleased

ShortDef

to be exceedingly pleased

Debugging

Headword:
ὑπεράγαμαι
Headword (normalized):
ὑπεράγαμαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραγαμαι
IDX:
90658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90659
Key:

Data

{'content': 'to be exceedingly pleased'}