Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξηγητικός
ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
ὑπεξούσιος
ὑπεξουσιότης
ὑπεπιστατέω
ὑπεπιστάτης
ὑπέρ
ὑπέρα
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγνοια
ὑπέραγνος
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραγωνίζομαι
View word page
ὑπεράγαθος
transcendently good

ShortDef

transcendently good

Debugging

Headword:
ὑπεράγαθος
Headword (normalized):
ὑπεράγαθος
Headword (normalized/stripped):
υπεραγαθος
IDX:
90657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90658
Key:

Data

{'content': 'transcendently good'}