Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξηγητικός
ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
ὑπεξούσιος
ὑπεξουσιότης
ὑπεπιστατέω
ὑπεπιστάτης
ὑπέρ
ὑπέρα
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγνοια
ὑπέραγνος
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
ὑπεράγω
View word page
ὑπέρα
an upper rope

ShortDef

an upper rope

Debugging

Headword:
ὑπέρα
Headword (normalized):
ὑπέρα
Headword (normalized/stripped):
υπερα
IDX:
90655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90656
Key:

Data

{'content': 'an upper rope'}