Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξηγητικός
ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
ὑπεξούσιος
ὑπεξουσιότης
ὑπεπιστατέω
ὑπεπιστάτης
ὑπέρ
ὑπέρα
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγνοια
ὑπέραγνος
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
View word page
ὑπέρ
over, above, w. gen, over, beyond, w. acc.

ShortDef

over, above, w. gen, over, beyond, w. acc.

Debugging

Headword:
ὑπέρ
Headword (normalized):
ὑπέρ
Headword (normalized/stripped):
υπερ
IDX:
90654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90655
Key:

Data

{'content': 'over, above, w. gen, over, beyond, w. acc.'}