Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξάπτω
ὑπεξαφύομαι
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέλευσις
ὑπεξερεύγω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξηγητικός
ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
ὑπεξούσιος
ὑπεξουσιότης
ὑπεπιστατέω
ὑπεπιστάτης
ὑπέρ
ὑπέρα
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
View word page
ὑπεξίστημι
alter gradually; mid. make way, withdraw

ShortDef

alter gradually; mid. make way, withdraw

Debugging

Headword:
ὑπεξίστημι
Headword (normalized):
ὑπεξίστημι
Headword (normalized/stripped):
υπεξιστημι
IDX:
90648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90649
Key:

Data

{'content': 'alter gradually; mid. make way, withdraw'}