Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξαναδύω
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξάπτω
ὑπεξαφύομαι
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέλευσις
ὑπεξερεύγω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξηγητικός
ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
ὑπεξούσιος
ὑπεξουσιότης
ὑπεπιστατέω
ὑπεπιστάτης
ὑπέρ
ὑπέρα
View word page
ὑπεξέρχομαι
to go out from under: to go out secretly, withdraw, retire

ShortDef

to go out from under: to go out secretly, withdraw, retire

Debugging

Headword:
ὑπεξέρχομαι
Headword (normalized):
ὑπεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεξερχομαι
IDX:
90645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90646
Key:

Data

{'content': 'to go out from under: to go out secretly, withdraw, retire'}