Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξαναδύω
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξάπτω
ὑπεξαφύομαι
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέλευσις
ὑπεξερεύγω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξηγητικός
ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
ὑπεξούσιος
ὑπεξουσιότης
ὑπεπιστατέω
ὑπεπιστάτης
View word page
ὑπεξερεύγω
disgorge

ShortDef

disgorge

Debugging

Headword:
ὑπεξερεύγω
Headword (normalized):
ὑπεξερεύγω
Headword (normalized/stripped):
υπεξερευγω
IDX:
90643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90644
Key:

Data

{'content': 'disgorge'}