Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξάλυξις
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξαναδύω
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξάπτω
ὑπεξαφύομαι
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέλευσις
ὑπεξερεύγω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξηγητικός
ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
ὑπεξούσιος
ὑπεξουσιότης
View word page
ὑπεξελαύνω
to drive away gradually

ShortDef

to drive away gradually

Debugging

Headword:
ὑπεξελαύνω
Headword (normalized):
ὑπεξελαύνω
Headword (normalized/stripped):
υπεξελαυνω
IDX:
90641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90642
Key:

Data

{'content': 'to drive away gradually'}