Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξάλυξις
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξαναδύω
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξάπτω
ὑπεξαφύομαι
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέλευσις
ὑπεξερεύγω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξηγητικός
ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
View word page
ὑπεξαφύομαι
to be drained off

ShortDef

to be drained off

Debugging

Headword:
ὑπεξαφύομαι
Headword (normalized):
ὑπεξαφύομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεξαφυομαι
IDX:
90639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90640
Key:

Data

{'content': 'to be drained off'}