Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεξαιρέω
ὑπεξαίρω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξάλυξις
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξαναδύω
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξάπτω
ὑπεξαφύομαι
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέλευσις
ὑπεξερεύγω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξηγητικός
View word page
ὑπεξαντλέω
to drain out from below, exhaust
ShortDef
to drain out from below, exhaust
Debugging
Headword:
ὑπεξαντλέω
Headword (normalized):
ὑπεξαντλέω
Headword (normalized/stripped):
υπεξαντλεω
IDX:
90637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90638
Key:
Data
{'content': 'to drain out from below, exhaust'}