Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξαίρετος
ὑπεξαιρέω
ὑπεξαίρω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξάλυξις
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξαναδύω
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξάπτω
ὑπεξαφύομαι
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέλευσις
ὑπεξερεύγω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
View word page
ὑπεξανίσταμαι
to rise and make room for

ShortDef

to rise and make room for

Debugging

Headword:
ὑπεξανίσταμαι
Headword (normalized):
ὑπεξανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
υπεξανισταμαι
IDX:
90636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90637
Key:

Data

{'content': 'to rise and make room for'}