Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεξαείρω
ὑπεξαίρεσις
ὑπεξαιρετέος
ὑπεξαίρετος
ὑπεξαιρέω
ὑπεξαίρω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξάλυξις
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξαναδύω
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξάπτω
ὑπεξαφύομαι
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέλευσις
ὑπεξερεύγω
View word page
ὑπεξανάγομαι
to put out to sea secretly
ShortDef
to put out to sea secretly
Debugging
Headword:
ὑπεξανάγομαι
Headword (normalized):
ὑπεξανάγομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεξαναγομαι
IDX:
90633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90634
Key:
Data
{'content': 'to put out to sea secretly'}