Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεξάγω
ὑπεξαγωγή
ὑπεξαείρω
ὑπεξαίρεσις
ὑπεξαιρετέος
ὑπεξαίρετος
ὑπεξαιρέω
ὑπεξαίρω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξάλυξις
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξαναδύω
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξάπτω
ὑπεξαφύομαι
ὑπέξειμι
ὑπεξελαύνω
View word page
ὑπεξάλυξις
escape

ShortDef

escape

Debugging

Headword:
ὑπεξάλυξις
Headword (normalized):
ὑπεξάλυξις
Headword (normalized/stripped):
υπεξαλυξις
IDX:
90631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90632
Key:

Data

{'content': 'escape'}