Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπένερθε
ὑπεννοέω
ὑπεξάγω
ὑπεξαγωγή
ὑπεξαείρω
ὑπεξαίρεσις
ὑπεξαιρετέος
ὑπεξαίρετος
ὑπεξαιρέω
ὑπεξαίρω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξάλυξις
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξαναδύω
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξάπτω
ὑπεξαφύομαι
View word page
ὑπεξακρίζω
to ascend to the summit

ShortDef

to ascend to the summit

Debugging

Headword:
ὑπεξακρίζω
Headword (normalized):
ὑπεξακρίζω
Headword (normalized/stripped):
υπεξακριζω
IDX:
90629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90630
Key:

Data

{'content': 'to ascend to the summit'}