Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπενδύω
ὑπένειμι
ὑπένερθε
ὑπεννοέω
ὑπεξάγω
ὑπεξαγωγή
ὑπεξαείρω
ὑπεξαίρεσις
ὑπεξαιρετέος
ὑπεξαίρετος
ὑπεξαιρέω
ὑπεξαίρω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξάλυξις
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξαναδύω
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
View word page
ὑπεξαιρέω
to take away from below

ShortDef

to take away from below

Debugging

Headword:
ὑπεξαιρέω
Headword (normalized):
ὑπεξαιρέω
Headword (normalized/stripped):
υπεξαιρεω
IDX:
90627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90628
Key:

Data

{'content': 'to take away from below'}